pexels ekaterina bolovtsova 6077181 scaled

ΣΥΝΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΤΕΚΝΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗ ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΤΟΥΣ

Τι είναι η γονική μέριμνα;

Γονική μέριμνα είναι το δικαίωμα και η υποχρέωση των γονιών να αποφασίζουν σχετικά με την επιμέλεια του τέκνου, την περιουσία του και γενικά το σύνολο των ζητημάτων, που το αφορούν. Από τις διατάξεις των άρθρων 1510, 1511, 1512, 1513, 1514, 1518 και 1520 του ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκαν ή τροποποιήθηκαν με τον Ν.4800/2021 συνάγεται, ότι η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του (η οποία εμπεριέχει την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του τέκνου, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του), επί πλέον δε και τη διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία (σύναψη σύμβασης) ή δίκη, η οποία αφορά το ανήλικο ή την περιουσία του.

Τι συμβαίνει με τη γονική μέριμνα σε περίπτωση ακύρωσης γάμου η διακοπής της συμβίωσης η διαζυγίου των γονέων του ανηλίκου;

Στην περίπτωση διαζυγίου, ακύρωσης του γάμου ή διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, όταν ανατρέπονται πλέον οι συνθήκες της ζωής της οικογένειας, καταργείται ο συζυγικός οίκος, δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση του καθενός από τους γονείς, ωστόσο οι γονείς εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα. Με την εν λόγω ρύθμιση, η οποία βρίσκεται σε αρμονία με τη διάταξη του άρθρου 1510 εδ. α` ΑΚ, που αναφέρεται στην έγγαμη συμβίωση, καθιερώνεται εκ του νόμου η κοινή άσκηση της γονικής μέριμνας, στην περίπτωση διαζυγίου, ακύρωσης του γάμου ή διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, ακόμα και αν δεν υπάρχει συμφωνία των γονέων ή δικαστική απόφαση. Με τη ρύθμιση της ΑΚ 1513, η συνέχιση της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας μπορεί να αποκλειστεί μόνο με συμφωνία των γονέων ή με απόφαση του Δικαστηρίου στο οποίο μπορεί να προσφύγει ο κάθε γονέας, εφόσον όμως συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1514 παρ. 2 ΑΚ, δηλαδή αν δεν είναι δυνατή η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, εξαιτίας διαφωνίας των γονέων και ιδίως αν ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει σε αυτήν ή δεν τηρεί την τυχόν υπάρχουσα συμφωνία για την άσκηση ή τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας ή αν η συμφωνία αυτή είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου ή αν η γονική μέριμνα ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου. Με την έννοια αυτή, η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας είναι υποχρεωτική, αφού ισχύει εκ του νόμου και ανεξάρτητα από το εάν τη θέλουν οι γονείς. Με τον όρο «εξακολουθούν» καταφάσκεται η αναγκαιότητα αδιατάραχτης και αδιάκοπης διαβίωσης του ανηλίκου υπό τις συνθήκες υπό τις οποίες ζούσε πριν από το χωρισμό των γονέων του και ιδίως αυτές που αφορούν τις μεθόδους και τη φιλοσοφία ανατροφής, διαπαιδαγώγησης, εκπαίδευσής του, τις επιλογές ως προς τις εξωσχολικές του δραστηριότητες, την ψυχαγωγία του και τις κοινωνικές του συναναστροφές, αφού η διάσταση, το διαζύγιο, η διακοπή της συμβίωσης ή η ακύρωση του γάμου των γονέων, δεν πρέπει να μεταβάλλουν τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας του ανηλίκου τέκνου, η οποία πρέπει να ασκείται από κοινού και από τους δύο γονείς, καθόσον βασικός σκοπός είναι η ψυχική υγεία του ανηλίκου τέκνου, η ομαλή ένταξή του στο κοινωνικό περιβάλλον και η ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Επισημαίνεται, ότι μετά την αναγνώριση του τέκνου από το βιολογικό του πατέρα, η γονική μέριμνα ασκείται από κοινού με τη μητέρα σύμφωνα με το άρθρο 1510 παρ. 1 του ΑΚ και εάν οι γονείς δεν ζουν μαζί, εφαρμόζονται αναλογικά τα άρθρα 1513 και 1514 του ΑΚ, δηλαδή ισχύει και για τον πατέρα, ο οποίος εκούσια αναγνώρισε τέκνο εκτός γάμου, ό,τι ισχύει για τον πατέρα τέκνου εντός γάμου.

Με βάση ποια κριτήρια αποφασίζει το δικαστήριο για την ανάθεση της επιμέλειας/ συνεπιμέλειας ανηλίκου τέκνου;

Για τη λήψη της απόφασής του το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του, καθώς και τις τυχόν συμφωνίες, που έκαναν οι γονείς του τέκνου για την άσκηση της γονικής μέριμνας. Συνάγεται, επομένως, ότι σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων, η ρύθμιση της γονικής μέριμνας των ανηλίκων τέκνων γίνεται από το Δικαστήριο, ενώ ως περιπτώσεις διαφωνίας αναφέρονται ενδεικτικά, οι περιπτώσεις, που ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει στη γονική μέριμνα ή δεν τηρεί την τυχόν υπάρχουσα συμφωνία για την άσκηση ή τον τρόπο άσκησής της, ή αν η συμφωνία αυτή είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου, ή αν η γονική μέριμνα ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου. Αυτό όμως δεν σημαίνει, ότι αρκεί, απλώς, η διαφωνία των γονέων, για να απονείμει ο δικαστής, κατά το υποκειμενικό περί δικαίου αίσθημα ή κατά τις αντιλήψεις, που επικρατούν μέχρι σήμερα στη νομολογία, την αποκλειστική επιμέλεια του παιδιού στον έναν γονέα. Πιο συγκεκριμένα, αν δεν συντρέξει σπουδαίος λόγος, που εγκυμονεί κινδύνους για το παιδί (περίπτωση κακοποιητικού, ψυχικά διαταραγμένου ή παντελώς αδιάφορου γονέα) ή αν δεν συντρέξει πραγματική αδυναμία άσκησης της συνεπιμέλειας από τον ένα γονέα λόγω της νόμιμης μετεγκατάστασης του παιδιού σε άλλη πόλη ή χώρα, δεν νοείται ανάθεση της αποκλειστικής επιμέλειας στον άλλον γονέα ή έστω κατανομή της επιμέλειας, που μόνο κατ’ επίφαση θα επέτρεπε την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του παιδιού, όπως λ.χ. με την ανάθεση στον έναν γονέα μόνο των ζητημάτων υγείας του παιδιού διότι, διαφορετικά, ο δικαστής θα υπερέβαινε τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και θα ερμήνευε ή/και θα εφάρμοζε εσφαλμένα το άρθρο 1514. (Βλ. Αναστάσιο Βαλτουδη, Συνεπιμέλεια και εναλλασσόμενη κατοικία στο νέο οικογενειακό δίκαιο, ΕλλΔνη 4, 2021 σελ. 999).

Ποιο είναι το βασικό κριτήριο του δικαστή για την άσκηση της γονικής μέριμνας από πλευράς γονέων, οι οποίοι διαφωνούν μεταξύ τους;

Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησής της είναι το «βέλτιστο συμφέρον του τέκνου», που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Ως συμφέρον του τέκνου νοείται το σωματικό, υλικό, πνευματικό, ψυχικό, ηθικό και, γενικότερα, κάθε είδους συμφέρον το οποίο αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Για την εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής έννοιας παρέχονται από τον νομοθέτη εκ των προτέρων προσδιοριστικά στοιχεία πέραν από το επιβαλλόμενο στον δικαστή καθήκον να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της ιθαγένειας, της εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσίας. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1511 παρ. 2 ΑΚ «…η απόφαση του Δικαστηρίου συνεκτιμά παραμέτρους, όπως την ικανότητα και πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου, τη συμπεριφορά κάθε γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα και τη συμμόρφωσή του με τις νόμιμες υποχρεώσεις του, δικαστικές αποφάσεις, εισαγγελικές διατάξεις και προηγούμενες συμφωνίες που είχε συνάψει με τον άλλο γονέα και αφορούν το τέκνο…». Τα κριτήρια αυτά αναδεικνύονται από τον νομοθέτη και ισχυροποιούνται έναντι άλλων, χωρίς ωστόσο, να δεσμεύουν το δικαστήριο ως προς την ιεράρχηση ή την υιοθέτησή τους στο σύνολό τους. Επισημαίνεται, ότι σύμφωνα με το άρθρο 1511 ΑΚ «…Η απόφαση του δικαστηρίου συνεκτιμά παραμέτρους, όπως την ικανότητα και πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου, τη συμπεριφορά κάθε γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα και τη συμμόρφωσή του με τις νόμιμες υποχρεώσεις του, δικαστικές αποφάσεις, εισαγγελικές διατάξεις και προηγούμενες συμφωνίες που είχε συνάψει με τον άλλο γονέα και αφορούν το τέκνο. 3. Η απόφαση του δικαστηρίου πρέπει επίσης να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας ιδίως του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της ιθαγένειας, της εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσίας…». Όμως, η ενδεικτική απαρίθμηση κάποιων εκ των παραμέτρων που πρέπει να λάβει υπόψιν του δικαστήριο, όπως αυτές εκτίθενται κατά το ως άνωθι άρθρο, προτάσσουν κυρίως τα «συμφέροντα» των γονέων και όχι των τέκνων. Πλην, όμως, το κανονιστικό νόημα της της έννοιας «συμφέρον του παιδιού» υπερτερεί έναντι κάθε άλλου έννομου συμφέροντος κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας (λχ του συμφέροντος των γονέων, των απώτερων ανιόντων, τρίτων προσώπων που έρχονται σε κοινωνική επαφή με το παιδί) (βλ. Λέκκα Γεώργιο, ο.π σελ. 63 επομ.). Για παράδειγμα, «η ικανότητα και η πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου» είναι στοιχείο κατά βάση ξένο για το συμφέρον του παιδιού και σε κάθε περίπτωση δε θα πρέπει να αναδεικνύεται σε κυρίαρχο, (βλ. αναλυτικά Φουντεδάκη Κατερίνα, ο.π, σελ. 24 επομ.). Γνώμονας για τη σχετική απόφαση του δικαστηρίου είναι μόνο το συμφέρον του ανήλικου τέκνου, όπως τούτο κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση χωριστά, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της κάθε υπόθεσης. (ΕφΠειρ 298/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Σχόλιο Ιωάννη Βαλμαντώνη στην ως άνω απόφαση, ΕλλΔνη 4/2021, σελ.1188 επομ). Κρίσιμα στοιχεία για την αξιολόγηση κάθε μεμονωμένης περίπτωσης, όπως έχουν υιοθετηθεί μέχρι σήμερα από τη νομολογία και τη θεωρία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανηλίκου τέκνου, οι έως τότε δεσμοί του τέκνου με τους γονείς και (τυχόν) αδελφούς του, ενώ μεγάλης σημασίας είναι και η κατά το δυνατόν μικρότερη διατάραξη του μέχρι τούδε τρόπου ζωής του παιδιού, έτσι ώστε να διαφυλαχθεί, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ο ψυχικός και συναισθηματικός κόσμος του, δεδομένου ότι η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των γονέων, με συνεπακόλουθο και τη διάσπαση της οικογενειακής συνοχής, έχει ήδη κλονίσει την ψυχική ισορροπία και την αίσθηση ασφάλειας του τέκνου. Η μικρή ηλικία του ανηλίκου τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο κατά νόμο στοιχείο για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του ανηλίκου αναφορικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στον ένα από τους γονείς του, γιατί η άποψη, ότι η γονική μέριμνα των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους λόγω του, ότι έχουν ανάγκη της μητρικής στοργής και ιδιαίτερων περιποιήσεων, εξακολουθεί να ισχύει, κατά τις νεότερες ιατρικές παιδαγωγικές και ψυχολογικές έρευνες, μόνο για την νηπιακή ηλικία, για την οποία αναγνωρίζεται σαφής βιοκοινωνική υπεροχή στη μητέρα, ενώ για το μεταγενέστερο χρόνο αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου. (ΑΠ 426/2021, ΑΠ 616/2020, ΑΠ 1175/2020, ΑΠ 1016/2019, ΑΠ 1422/2019, ΑΠ 824/2018, ΑΠ 550/2017, ΑΠ 1612/2017, ΑΠ 317/2015, ΕφΠειρ 298/2021 όλες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, υπό το κράτος της κατάστασης αυτής, το συμφέρον του ανηλίκου μπορεί να επιβάλει να συμβιώνει τόσο με τη μητέρα του όσο και με τον πατέρα του και ακολούθως, εφόσον έτσι προκαλείται η μικρότερη δυνατή διατάραξη του τρόπου ζωής του, να ανατίθεται η άσκηση της επιμέλειας αυτού από κοινού στη μητέρα και στον πατέρα του, δηλαδή να γίνεται χρονική (ή εναλλασσόμενη) κατανομή αυτής ανάμεσα στους δύο γονείς, ενώ και η γονική μέριμνα να ανήκει από κοινού στους δυο τους, οι οποίοι θα οφείλουν να φροντίζουν για την ομαλή ανάπτυξη και το καλό του τέκνου τους από κοινού. Η έλλειψη δε συνεργασίας των γονέων δεν πρέπει να συνιστά εμπόδιο για την επιλογή της χρονικής κατανομής της επιμέλειας (ΕφΠειρ 298/2021, ΜΠρΠειρ 1267/2021 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, η τυχόν εξάρτηση της χρονικά κατανεμημένης γονικής μέριμνας ή επιμέλειας από τη διάθεση συνεργασίας των γονέων αποδυναμώνει τη συγκεκριμένη λύση, διότι αφήνει τη δυνατότητα στον γονέα, που είναι περισσότερο συναισθηματικά δεμένος με τα παιδιά να τα επηρεάσει σε βάρος του άλλου γονέα και να επιτύχει μέσω της άρνησής του να συνεργαστεί για μια τέτοια λύση, το μείζον, ήτοι να ασκεί αυτός αποκλειστικά τη γονική μέριμνα ή επιμέλεια των τέκνων, περιθωριοποιώντας τον άλλο γονέα. Για τον σκοπό αυτό λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα του κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση τούτων. Ουσιώδους σημασίας είναι και η επισημαινόμενη στον νόμο ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμησή του, την οποία συνεκτιμά το Δικαστήριο ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού της ωριμότητας του. Με δεδομένη την ύπαρξη του εν λόγω δεσμού του τέκνου προς τον συγκεκριμένο γονέα, αυτός θεωρείται ότι έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαπαιδαγώγησης προς όφελος του ανηλίκου και επομένως ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για την επιμέλεια του, όμως υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο ιδιαίτερος αυτός δεσμός του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα ως ψυχική στάση, η οποία είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου, που έχει τη στοιχειώδη ικανότητα διάκρισης. Πρέπει δε να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη, ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμη ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητά του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στον σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον ένα από τους γονείς, οπότε η προτίμησή του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το βέλτιστο συμφέρον του (βλ. ΑΠ 434/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1016/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 298/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στη δικαστική, συνεπώς, κρίση καταλείπεται ευρύ πεδίο ώστε, αφού ληφθούν υπόψη όλες οι σχέσεις και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε ρύθμιση τέτοια, που να εξυπηρετείται καλύτερα το βέλτιστο συμφέρον του συγκεκριμένου ανηλίκου τέκνου με κριτήρια αξιολογικά, τα οποία αντλούνται, μεταξύ άλλων, και από τα πορίσματα της ψυχολογίας.

Με ποιους τρόπους είναι δυνατό να ασκηθεί η κοινή επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων;

Διάκριση πρέπει να γίνεται μεταξύ της χρονικής κατανομής της άσκησης της επιμέλειας μεταξύ των γονέων και της εναλλασσόμενης διαμονής (κατοικίας) του τέκνου. Η πρώτη συνιστά μορφή κατανομής της άσκησης της γονικής μέριμνας κατά την οποία οι γονείς ασκούν εναλλάξ τη γονική μέριμνα με περιοδικότητα και συνεπάγεται, ότι το παιδί έχει εναλλασσόμενη κατοικία στον τόπο της κατοικίας του γονέα του, ο οποίος στο πλαίσιο αυτό ασκεί μόνος του κάθε φορά τις πράξεις επιμέλειας του παιδιού για όλα τα θέματα, με εξαίρεση εκείνα που αφορούν στον πυρήνα, κατ` άρθρο 1519 παρ. 1 ΑΚ.

Αντιθέτως, η εναλλασσόμενη διαμονή μπορεί να διαταχθεί από το Δικαστήριο αυτοτελώς, χωρίς την κατανομή της άσκησης της επιμέλειας, οπότε οι γονείς εξακολουθούν να ασκούν από κοινού την επιμέλεια του παιδιού (συνεπιμέλεια) σύμφωνα με τον κανόνα της 1513 εδ α`ΑΚ, με εξαίρεση μόνο εκείνες τις πράξεις επιμέλειας κατ’ άρθρο 1513 εδ. β`ΑΚ, που μπορεί να επιχειρεί κάθε φορά μόνος του ο γονέας με τον οποίο διαμένει εκ περιτροπής το παιδί. Έτσι με τον κανόνα της διάταξης 1513 ΑΚ, κατά την οποία εφόσον ζουν και οι δύο γονείς, εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα, αποσυνδέεται ο τόπος διαμονής του παιδιού από την άσκηση της επιμέλειας. Συνεπώς, το παιδί μπορεί να διαμένει με τον έναν γονέα και η επιμέλεια να ασκείται από κοινού και επίσης το παιδί να διαμένει εναλλακτικά και με τους δύο γονείς και η επιμέλεια να ασκείται από κοινού ή ακόμα και από τον έναν γονέα. Το Δικαστήριο στο πλαίσιο της δυνατότητας που έχει να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησής της γονικής μέριμνας στα κατ’ ιδίαν θέματα, μπορεί εφόσον με τον τρόπο αυτό προάγεται το συμφέρον του συγκεκριμένου τέκνου, να αποφασίσει ως τόπο διαμονής του παιδιού εναλλασσόμενα τον τόπο κατοικίας καθενός από τους γονείς του (εναλλασσόμενη κατοικία), (βλ. αναλυτικά, Βαλμαντώνη Ιωάννη Πρ. Πρωτοδικών, Η εναλλασσόμενη κατοικία τέκνου, Εισήγηση στο Επιμορφωτικό Σεμινάριο στην Εθνική Σχολή Δικαστών). Καθοριστικό ρόλο για της επιλογή της εναλλασσόμενης κατοικίας από το Δικαστήριο έχει η γνώμη του παιδιού, που εκδήλωσε την επιθυμία να μην αποχωριστεί τους δυο γονείς του, η επιτυχής εφαρμογή της χρονικής κατανομής για πολλά χρόνια, η ανάλωση αρκετού χρόνου με τα τέκνα του από το γονέα, που δεν συγκατοικεί μαζί τους και η μη ύπαρξη άλλου κατιόντος. (ΜΠρΠατρ 895/2021, ΜΠρΠειρ 507/2021, ΜΠρΠειρ 1267/2021, ΜΠρΡεθ 283/2021, ΜΠρΠειρ 1274/2020, ΜΠρΑΘ 60/2017, ΜΠρΞανθ 250/2016, ΜΠρΑΘ 5652/2018, όλες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εάν η εναλλασσόμενη κατοικία δεν προάγει το συμφέρον του παιδιού (λ.χ επειδή οι γονείς ζουν σε διαφορετική πόλη ή σε μεγάλη απόσταση ο ένας από τον άλλο, τα παιδιά δεν είναι εξοικειωμένα με τον ένα γονέα, ο ένας γονέας μένει μακριά από το κέντρο των σχολικών, των εξωσχολικών και των κοινωνικών δραστηριοτήτων), συμπληρωματικό πυλώνα της από κοινού άσκησης της επιμέλειας του παιδιού από τους γονείς του αποτελεί η ενίσχυση του δικαιώματος επικοινωνίας του παιδιού με το γονέα με τον οποίο δε διαμένει, ώστε να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την ουσιαστική συμμετοχή των δυο γονέων στην ανατροφή και στην φροντίδα του. (βλ. αναλυτικά Λέκκα Γεώργιο, ο.π, σελ. 224 επομ).

Τι γίνεται στην περίπτωση αδυναμίας των γονέων να συνεργαστούν στα πλαίσια άσκησης της κοινής επιμέλειας;

Η αδυναμία των γονέων να συνεννοηθούν, δεν πρέπει να αποτελέσει τροχοπέδη ώστε να μην ακολουθηθεί ο κανόνας της από κοινού άσκησης της επιμέλειας από τους διαδίκους. Οι σχέσεις των γονέων θα πρέπει να εξομαλυνθούν και αυτοί να παραμερίσουν τις διαφωνίες τους ώστε να ανεύρουν κοινή γραμμή πλεύσης, καθώς αποφασιστικό κριτήριο πρέπει να είναι για αυτούς το βέλτιστο συμφέρον των τέκνων τους, προκειμένου να δημιουργούν σε αυτά ένα ήρεμο περιβάλλον για να μεγαλώσουν. Οφείλουν, άλλωστε, ως γονείς, να θέσουν σε δεύτερη μοίρα τις διαφωνίες τους, ώστε να αποκτήσουν ένα ελάχιστο πεδίο συνεννόησης μεταξύ τους για τα ζητήματα των τέκνων τους. Με βάση το άρθρο 1511 ΑΚ μετά από την τροποποίησή του από Ν. 4800/2021 η πρόθεση κάθε γονέα να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου αναδεικνύεται μεν σε μια από τις παραμέτρους που λαμβάνει υπόψιν του  το δικαστήριο για την δικαστική κρίση περί του τρόπου άσκησης της επιμέλειας, πλην, όμως το ανωτέρω κριτήριο δεν πρέπει να αποτελεί το καθοριστικό στοιχείο, που θα ληφθεί υπόψιν από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την πεποίθησή του σχετικώς με το πώς εξυπηρετηθεί καλύτερα ή έννοια του βέλτιστου συμφέροντος των τέκνων. Μάλιστα, κρίνεται ότι οι διαφωνίες των γονέων θα πρέπει να υποχωρήσουν έναντι στην έννοια του βέλτιστου συμφέροντος των ανήλικων τέκνων τους τους και όχι το βέλτιστο συμφέρον των τέκνων να καμφθεί από τις προσωπικές διενέξεις των διαδίκων και να υποταχθεί σε αυτές, καθώς οι σχέσεις των διαδίκων ως παράμετρος είναι κριτήριο γονεοκεντρικό και όχι με γνώμονα τα ανήλικα τέκνα.

Επισημαίνεται, ότι σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 73/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) κρίθηκε, ότι η ύπαρξη διαφορετικών κατοικιών δε θα επηρεάσει ούτε το εξωσχολικό πρόγραμμα των τέκνων και των δραστηριοτήτων αυτών , καθώς επίσης ότι τα τέκνα είναι εξοικειωμένα με τις οικίες και των δυο γονέων, όπου περνούν αρκετό χρόνο και επομένως δε θα αλλάξουν οι συνήθειες και η καθημερινότητά τους, που σημαντικοί παράγοντες για τη διατήρηση της σταθερότητάς τους. Ακόμα, με την ύπαρξη της εναλλασσόμενης κατοικίας τα ανήλικα αποκτούν έναν πιο σταθερό τόπο κατοικίας, αφού θα αλλάζουν διαμονή μόνο μία φορά κάθε μήνα, ενώ με την συνέχιση της διαβίωσης των τέκνων αποκλειστικά με τη μητέρα τους και της επικοινωνίας με τον πατέρα κατά το πρόγραμμα επικοινωνίας τους, θα χρειάζονταν συνεχείς αλλαγές τόπου διαμονής και διανυκτερεύσεις 3 ή 4 φορές μηνιαίως, που θα διατάρασσε το καθημερινό τους πρόγραμμα και ιδίως τη δυνατότητα τους να είναι συνεπείς στις σχολικές τους υποχρεώσεις. Στα πλαίσια της εν λόγω απόφασης διατάχθηκε το σύστημα της εναλλασσόμενης κατοικίας των τέκνων με τη διαμονή αυτών για χρονικό διάστημα δεκαπέντε (15) ημερών στην οικία του πατέρα και για χρονικό διάστημα δεκαπέντε (15) ημερών στην οικία της μητέρας.