pexels diego caumont 10033378 scaled

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ – ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ – ΤΟΠΙΚΗ ΑΝΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΠΟΙΟΙ ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΑΠΟ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΝΟΜΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΔΑΝΕΙΑΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ;

Αρχικά η προστασία έναντι καταχρηστικών και συνεπώς άκυρων όρων δανειακών συμβάσεων αφορούσε μόνο τους χαρακτηριζόμενους ως καταναλωτές, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν όχι μόνο φυσικά αλλά και νομικά πρόσωπα. Ακολούθως με την παρ. 5 του άρθρου 100 του πρόσφατου Ν. 4512/2018 (ΦΕΚ 5/Α΄/17.1.2018) «Για την εφαρμογή των Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής» τροποποιήθηκε η νομοθετημένη ευρεία έννοια του καταναλωτή του άρθρου 1 παρ. 4α Ν. 2251/1994 και υιοθετήθηκε η στενή εκδοχή των ευρωπαϊκών οδηγιών, ως εξής: «1. Καταναλωτής (νοείται) κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα».

Ταυτόχρονα, όμως, με την παρ. 2 του άρθρου 101 του ίδιου νομοθετήματος προστέθηκε διάταξη, σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις για την προστασία από καταχρηστικούς Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ) του άρθρου 2 Ν. 2251/1994 «εφαρμόζονται σε κάθε σύμβαση, ανεξάρτητα από το αν ο αντισυμβαλλόμενος του προμηθευτή είναι καταναλωτής, όταν πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Η σύμβαση περιλαμβάνει όρους οι οποίοι δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών, β) ο αντισυμβαλλόμενος του προμηθευτή πληροί τα κριτήρια της πολύ μικρής επιχείρησης σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 4308/2014 (Α΄ 251), και γ) ο αντισυμβαλλόμενος του προμηθευτή συμβάλλεται ως τελικός αποδέκτης των παρεχόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών…».

Συναφώς δε η ως άνω παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 4308/2014, με θέμα «Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα», ορίζει ότι «πολύ μικρές οντότητες είναι οι οντότητες οι οποίες κατά την ημερομηνία του ισολογισμού τους δεν υπερβαίνουν τα όρια δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα τρία κριτήρια: α) Σύνολο ενεργητικού (περιουσιακών στοιχείων): 350.000 ευρώ, β) Καθαρό ύψος κύκλου εργασιών: 700.000 ευρώ, γ) Μέσος όρος απασχολουμένων κατά τη διάρκεια της περιόδου: 10 άτομα».

Παράλληλα, η παρ. 2 του άρθρου 1 του ίδιου νόμου διευκρινίζει ότι ως «οντότητες» νοούνται, μετά από πολλές προϋποθέσεις, που τίθενται και παραπομπές, που γίνονται σε άλλα νομοθετήματα, κυρίως οι εμπορικές εταιρίες

Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΠΟ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΔΑΝΕΙΑΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΑΦΟΡΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΓΓΥΗΤΕΣ Η ΜΟΝΟ ΤΟΥΣ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΕΣ;

Τίθεται το ερώτημα, αν η προστασία από καταχρηστικούς δανειακούς όρους αφορά μόνο τους δανειολήπτες ή και τους εγγυητές γενικά και ειδικότερα τους εγγυητές επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου. Λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγυητικής σύμβασης έναντι της κύριας οφειλής, κατ’ άρθρο 847 ΑΚ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν ο πρωτοφειλέτης – δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτης τούτου και τυγχάνει προστασίας του άνω νόμου, της ίδιας προστασίας πρέπει να τυγχάνει και ο εγγυητής αυτού, εφόσον η εγγύηση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του τελευταίου και τούτο διότι δε δικαιολογείται δυσμενέστερη αντιμετώπιση του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη – δανειολήπτη. Ενόψει των ως άνω εκτεθέντων, ο δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου θεωρείται τελικός αποδέκτης των πιστωτικών υπηρεσιών της τράπεζας και συνεπώς και καταναλωτής υπό την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α του ν. 2251/1994, ενώ και ο εγγυητής υπέρ τέτοιου δανειολήπτη και ιδίως αυτός που εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης (παραιτούμενος των ενστάσεων), ο οποίος δεν ενεργεί στο πλαίσιο επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, εμπίπτει στο πεδίο προστασίας του άνω νόμου, λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγύησης (ΟλΑΠ 13/2015 ΧρΙΔ 2015, 675, που αφορά την προϊσχύσασα μορφή της διάταξης, δηλαδή πριν την αντικατάσταση της με το άρθρο 1 παρ. 5 του ν. 3587/2007).

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΔΑΝΕΙΑΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ, ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΑΠΟΔΕΙΧΘΟΥΝ ΩΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΟΙ;

Η προστασία των δανειοληπτών από καταχρηστικούς όρους δανειακών συμβάσεων δεν αφορά το σύνολο γενικά των δανειακών συμβάσεων και ειδικότερα εκείνων, οι όροι των οποίων έχουν καταστεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε τράπεζα και δανειολήπτη. Η προστασία από την καταχρηστικότητα σε όρους συμβάσεων σε τραπεζικά δάνεια αφορά μόνο εκείνους τους όρους, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως Γενικοί Όροι Συναλλαγών (ΓΟΣ), ήτοι εκείνους, που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων από πλευράς της τράπεζας για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων και δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε τράπεζα και δανειολήπτη.

ΠΩΣ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ Η ΑΝΑΓΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΩΝ ΑΠΟ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΔΑΝΕΙΑΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ;

Με ελάχιστες εξαιρέσεις το πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης, δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να προβλέπουν ευθέως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επέκτασης των μαζικών συναλλαγών, με συνέπεια την «εξαναγκασμένη» συμφωνία του ασθενέστερου οικονομικά μέρους (δανειολήπτη) σε μονομερώς διατυπωμένους όρους από την τράπεζα, επεκτείνεται η προστασία του καταναλωτή – δανειολήπτη και στις τραπεζικές συναλλαγές. Οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους, αποκλείοντας το στάδιο της περαιτέρω μεταβίβασής τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβασή τους.

Περαιτέρω και σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 9 του ν. 2251/1994, ως ισχύει, ορίζεται ότι οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε κάθε σύμβαση, ανεξάρτητα από το αν ο αντισυμβαλλόμενος του προμηθευτή είναι καταναλωτής, όταν πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η σύμβαση περιλαμβάνει όρους οι οποίοι δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών, β) ο αντισυμβαλλόμενος του προμηθευτή πληροί τα κριτήρια της πολύ μικρής επιχείρησης, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 4308/2014[ κατά την οποία πολύ μικρές οντότητες είναι οι οντότητες οι οποίες κατά την ημερομηνία του ισολογισμού τους δεν υπερβαίνουν τα όρια δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα τρία κριτήρια: 1) σύνολο ενεργητικού περιουσιακών στοιχείων 350.000 ευρώ, 2) καθαρό ύψος κύκλου εργασιών 700.000 ευρώ και 3) μέσος όρος απασχολουμένων κατά τη διάρκεια της περιόδου 10 άτομα] και γ) ο αντισυμβαλλόμενος του προμηθευτή συμβάλλεται ως τελικός αποδέκτης των παρεχόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών. Θεωρείται ότι ο όρος δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, όταν ο αντισυμβαλλόμενος (δανειολήπτης) του προμηθευτή (τράπεζας) δεν μπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόμενό του.

Το γεγονός ότι για ορισμένα στοιχεία κάποιου όρου ή για ένα μεμονωμένο όρο υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση δεν αποκλείει την εφαρμογή του παρόντος άρθρου στο υπόλοιπο της σύμβασης, αν από το σύνολο των περιστάσεων προκύπτει ότι πρόκειται για σύμβαση προσχώρησης. Ο προμηθευτής (τράπεζα) και όχι ο δανειολήπτης, οφείλει να αποδείξει ότι υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση ενώ ο δανειολήπτης οφείλει να αποδείξει,ότι εντάσσεται στις προστατευτικές διατάξεις του νόμου. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, οι γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ), δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών σε βάρος του καταναλωτή. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται. Εξάλλου, εκτός από την παραπάνω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των ΓΟΣ, που συνεπάγονται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του ίδιου άρθρου απαριθμούνται ενδεικτικά 31 περιπτώσεις γενικών όρων που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί, χωρίς να ερευνάται, ως προς αυτούς η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού θεωρούνται, κατ’ αμάχητο τεκμήριο, ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1332/2012 Αρμ 2013, 909, ΑΠ 7/2011 ΝοΒ 2011,562, ΑΠ 904/2011 Αρμ 2612,1708). Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων σε βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο άκυρο, ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η δε διατάραξη πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Οι ΓΟΣ, τέλος, πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης (ΟλΑΠ 15/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2037/2014 ΕΕμπΔ 2015, ΑΠ 652/2010, ΕφΑΘ 5/2018, ΕφΘεσ 1224/2017, ΕφΘεσ 473/2017, ΕφΠειρ 638/2015, ΤΝΠ Νόμος).

ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΡΜΟΔΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΗ;

Σύμφωνα με το άρθρο 22 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ) κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο για την έκδοση διαταγής πληρωμής από δάνειο είναι εκείνο της κατοικίας του δανειολήπτη. Περαιτέρω, κατ’ άρθρο 42 παρ. 1 ΚΠολΔ πρωτοβάθμιο τακτικό δικαστήριο, που δεν είναι κατά τόπον αρμόδιο μπορεί, με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων, να γίνει αρμόδιο, εκτός αν πρόκειται για διαφορές που δεν έχουν περιουσιακό αντικείμενο. Κατά τη διάταξη του άρθρου 43 ΚΠολΔ η συμφωνία των διαδίκων, με την οποία τακτικό δικαστήριο γίνεται αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές, είναι έγκυρη μόνο αν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές.

Πλην όμως, η ρήτρα περιεχόμενη σε ΓΟΣ τράπεζας, η οποία έχει ως αντικείμενο την απονομή αρμοδιότητας για όλες τις διαφορές, που θα προκόψουν από τη σύμβαση δανείου, που συνάπτει τράπεζα με τον πελάτη της, στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η έδρα της τράπεζας, επιβάλλει στον πελάτη – καταναλωτή την υποχρέωση να υπαχθεί στην αρμοδιότητα δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να είναι απομακρυσμένο από τον τόπο της κατοικίας του. Είθισται, επί παραδείγματι να καθορίζονται ως αρμόδια τα δικαστήρια των Αθηνών για οποιοδήποτε πρόβλημα προκύψει από τη δανειακή σύμβαση, παρότι ο δανειολήπτης κατοικεί σε επαρχιακή πόλη. Τούτο, μπορεί να καταστήσει δυσχερή την παράσταση του δανειολήπτη ενώπιον του δικαστηρίου και, τελικώς, εξαιτίας ανάλογης ρήτρας να αποθαρρυνθεί και να οδηγηθεί σε παραίτηση από την υπεράσπιση του, ιδίως επί διαφορών που αφορούν περιορισμένα ποσά και δανειολήπτες, που κατοικούν σε απομακρυσμένη περιοχή σε σχέση με την έδρα της τράπεζας και τους οποίους (δανειολήπτες) πρέπει, κυρίως, να έχει υπόψη του το δικαστήριο, αφού οι δανειολήπτες της κατηγορίας αυτής είναι εκείνοι, που επηρεάζονται δυσμενώς από μία τέτοια ρήτρα, δεδομένου ότι τα έξοδα που απαιτούνται μπορούν να τον οδηγήσουν στην ανωτέρω παραίτηση της υπεράσπισής του. Αντιθέτως, τέτοια ρήτρα επιτρέπει στην τράπεζα να συγκεντρώνει κατά τρόπο λιγότερο δαπανηρό το σύνολο των διαφορών που αφορούν την δραστηριότητα της στα δικαστήρια, στην περιφέρεια των οποίων βρίσκεται η έδρα της ή ακόμη της δίνει τη δυνατότητα να επιλέξει εντελώς αυθαίρετα το δικαστήριο, το οποίο προσιδιάζει στα συμφέροντα της, επειδή λόγου χάρη της δίνει πλεονέκτημα ως προς τον προσδιορισμό της δικασίμου, πλην όμως το δικαστήριο αυτό, δεν συνδέεται με κανέναν τρόπο με την υπό κρίση διαφορά. Μία τέτοια ρήτρα, η οποία ονομάζεται ρήτρα παρεκτάσεως της αρμοδιότητας, που περιλαμβάνεται σε σύμβαση δανείου χωρίς να αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε τράπεζα και δανειολήπτη, όπως απαιτείται κατά το άρθ. 42 ΚΠολΔ και η οποία απονέμει αρμοδιότητα σε ορισμένα δικαστήρια, τα οποία εξυπηρετούν αποκλειστικά τα συμφέροντα της τράπεζας, θεωρείται καταχρηστική και συνεπώς άκυρη κατά το άρθ. 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994, εφόσον, χωρίς να ανταποκρίνεται σε εύλογο συμφέρον της τράπεζας, δημιουργεί, παρά τις αρχές της καλής πίστεως, σημαντική ανισορροπία σε βάρος του καταναλωτή – δανειολήπτη μεταξύ των εκ της συμβάσεως δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων (ΑΠ 1219/2001, ΑΠ 1030/2001, ΕφΔ 109/2007, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατ 501/2004, ΑχαΝομ 2005, 397, ΕφΠειρ 931/1996, ΕΕμπΔ 1997/51, ΕφΘεσ 1687/2011, ΕΕμπΔ 2011/1104).

Περαιτέρω, για την έκδοση διαταγής πληρωμής, αρμόδιος κατά τόπο είναι ο δικαστής του δικαστηρίου της κατοικίας του δανειολήπτη – οφειλέτη ή άλλης ειδικής δωσιδικίας. Ωστόσο ο δανειολήπτης, εναντίον του οποίου εκδόθηκε διαταγή πληρωμής, δεν εγκαταλείπεται στην ανεξέλεγκτη βούληση της τράπεζας σχετικά με την επιλογή του δικαστηρίου έκδοσης της διαταγής πληρωμής, διότι, αν ο δικαστής που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής ήταν αναρμόδιος κατά τόπο, δύναται ο δανειολήπτης – οφειλέτης, για το λόγο αυτό, να ζητήσει με ανακοπή την ακύρωση της διαταγής πληρωμής (ΕφΑΘ 4290/2002 ΔΕΕ 2004.294). Η έλλειψη τοπικής αρμοδιότητας του δικαστή, που εκδίδει τη διαταγή πληρωμής, δύναται να επιφέρει, μετά από ανακοπή, την ακύρωση της διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε από αυτόν, ανεξαρτήτως του αν τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η αναρμοδιότητα είχαν τεθεί υπ’ όψη του και τα παρείδε ή δεν του ετέθησαν, πλην στερούνταν τοπικής αρμοδιότητας να επιληφθεί (ΑΠ 497/1993 ΕλλΔνη 1994.1290).